Φυσικά, όλα βασίζονται σε μια υπόθεση που έκανα, σκεφτόταν καθώς περπατούσε. Η πιο πειστική υπόθεση, προς το παρόν. Ώσπου να βρω μιαν άλλη πειστικότερη, πρέπει να δρω σύμφωνα με την υπόθεση αυτή απ’ ό,τι καταλαβαίνω, διαφορετικά δε θα έχω ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Μόνο και μόνο γι’ αυτό πρέπει να βρω το κατάλληλο όνομα για την καινούργια κατάσταση όπου βρίσκομαι. Επίσης, πρέπει να βρω ένα όνομα που να διαχωρίζει τον τωρινό από τον προηγούμενο κόσμο, τότε που οι αστυνομικοί είχαν παλιομοδίτικα ρεβόλβερ. Εδώ δίνουμε ονόματα στα σκυλιά και στις γάτες, να μη δώσω σε κοτζάμ κόσμο που μόλις άλλαξε;
1Q84 – έτσι θα λέω τον καινούργιο κόσμο, κατέληξε η Αομάμε.
Όπου το Q θα στέκει για το «question mark», το ερωτηματικό. Ένας κόσμος γεμάτος ερωτήματα.
Όχι, δεν υπήρχε λόγος να ονειρεύεται, στον καινούργιο κόσμο τέτοιο πράγμα δεν μπορούσε πια να συμβεί, μέσα σ’ αυτόν το κάθε βήμα γινόταν με τίμημα απίστευτες προσπάθειες και καυτό πόνο. Οι καιροί εκείνοι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Εκείνος ο μαγικός, ωραίος κόσμος πέθανε. Δεν υπάρχει πια. Και δεν αξίζει να τον θρηνεί κανείς για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Πρέπει να φτύσει στον τάφο του και να μην ξαναγυρίσει ποτέ πια πίσω.
«Μη φοβάσαι, νεαρέ, μη φοβάσαι», τον ενθάρρυνε ο Μπουρμπόν. «Και κάτι ακόμα: Μέσα σε τούτη τη φιδοφωλιά υπάρχουν κάμποσες διαδρομές που είναι τίγκα στους αρουραίους, κι εσύ πρέπει να πατάς πάνω στις ραχοκοκκαλιές τους. Προχωράς και κάτω από τα πόδια σου ακούγεται ένα τόσο ευχάριστο τρίξιμο», είπε και χλιμίντρισε αηδιαστικά, ευχαριστημένος από την εντύπωση που προκαλούσε.
Δεν μπορώ να βασιστώ σε ανθρώπους με σαρακοφαγωμένα μυαλά. Χρειάζομαι έναν υγιή άνθρωπο, που στο μυαλό του δεν έχουν ακόμα επιτεθεί αυτοί οι βρικόλακες. Χρειάζομαι εσένα».
«Εμένα; Μα πώς μπορώ εγώ να σας βοηθήσω;»
«Άκουσέ με. Αν δεν γυρίσω, εσύ θα πρέπει πάση θυσία –πάση θυσία, τ’ ακούς;– να πας στην Πόλη. Κι εκεί να αναζητήσεις έναν άνθρωπο με το παρατσούκλι Μέλνικ.18 Σ’ αυτόν θα πρέπει να διηγηθείς όλη την ιστορία.
Ξέρω, ξέρω τι έπαθες, Πατρίδα τρελλή και ξεμυαλισμένη! Είναι
χρόνια και χρόνια που ξελαγιάστηκες! Σ' ατίμασαν αμέτρητα έθνη!
Έμεινε η ομορφιά σου, μα η καρδιά σου δεν είναι η πρώτη καρδιά·
και κάθεσαι τώρα και τα παχαίνεις αυτά τα θεριά. Το ξέρεις πως
θρέμματά σου δεν είναι, πως κόλλησαν απάνω σου καθώς ψώρα. Μα
δύναμη πια δεν έχεις τέτοιες ψώρες να ξετινάζης από τα στήθια
σου· και μήτε σε πειράζουν πια τώρα, αναίσθητη ρωμιωσύνη!
Τίποτε, τίποτε πια δε νοιώθεις, μήτε την ομορφιά σου δεν τηνε
νοιώθεις!
Άψυχο μάρμαρο έγεινες, άγαλμα κουτσουρεμένο, δίχως ψυχή!